- ξελογιαστής
- ο, θηλ. ξελογιάστρα [ξελογιάζω]αυτός που ξελογιάζει, ο εκμαυλιστής («ξελογιάστρα Αθήνα...»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελογιαστής — ο θηλ. άστρα αυτός που ξελογιάζει, ξεγελά, απατά, παραπλανά, παρασύρει, ο πλάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελογιάστρα — η βλ. ξελογιαστής … Dictionary of Greek
ξεμυαλιστής — ο, θηλ. ίστρα [ξεμυαλίζω] αυτός που ξεμυαλίζει, ξελογιαστής … Dictionary of Greek